Procréé en grec
Traduction: procréé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παράγω, τεκνοποιήσει, να παράγω, τεκνοποίηση, προδημιουργήσουν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): procréé
emily procter, il procréer, le procréer, procrée antonymes, procrée grammaire, procréé dictionnaire de langue grec, procréé en grec
Traductions
- procréant en grec - τεκνοποίησης, αναπαραχθεί, πολλαπλασιαστούν, να αναπαραχθεί, να πολλαπλασιαστούν
- procréation en grec - γενιά, αναπαραγωγή, γέννηση, τεκνοποίηση, τεκνοποιία, τεκνοποίησης
- procréent en grec - παράγω, τεκνοποιήσει, να παράγω, τεκνοποίηση, προδημιουργήσουν
- procréer en grec - υποφέρω, γεννοβολώ, παράγω, γεννώ, τεκνοποιήσει, να παράγω, τεκνοποίηση, ...
Mots aléatoires
Procréé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παράγω, τεκνοποιήσει, να παράγω, τεκνοποίηση, προδημιουργήσουν
Traductions: παράγω, τεκνοποιήσει, να παράγω, τεκνοποίηση, προδημιουργήσουν