Procuration en grec
Traduction: procuration, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παραγγελία, παραγγέλλω, παραγγελιοδόχος, εξουσιοδότηση, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): procuration
election procuration, faire procuration, faire une procuration, lettre de procuration, lettre procuration, procuration dictionnaire de langue grec, procuration en grec
Traductions
- procurai en grec - προμηθεύονται, αγοραστεί, που αγοράζονται, που προμηθεύονται, η προμήθεια
- procurant en grec - χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, παρέχει, την παροχή
- procure en grec - παρέχει, προβλέπει, προσφέρει, ορίζει, προβλέπεται
- procurer en grec - δίνω, προνοώ, προμηθεύομαι, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, κάνω, ...
Mots aléatoires
Procuration en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παραγγελία, παραγγέλλω, παραγγελιοδόχος, εξουσιοδότηση, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Traductions: παραγγελία, παραγγέλλω, παραγγελιοδόχος, εξουσιοδότηση, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας