Profond en grec
Traduction: profond, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ήχος, βαθυστόχαστος, στερεός, βαθύς, εξονυχιστικός, συμπαγής, γερός, φωνή, λεπτομερής, διεισδυτικός, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): profond
bien profond, bleu profond, ciel profond, décolleté, décolleté profond, profond dictionnaire de langue grec, profond en grec
Traductions
- profiter en grec - κέρδος, απολαβή, όφελος, χαίρω, επίδομα, χρήση, ωφέλεια, ...
- profiteur en grec - αισχροκερδώ, κερδοσκοπώ, αισχροκερδής, profiteer, κερδοσκόπο
- profondeur en grec - βάθος, βάθους, το βάθος, εμπεριστατωμένη, διεξοδική
- profondément en grec - βαθύς, βαθιά, βαθύτατα, κατάκαρδα, βαθειά, βάθος, τη βαθιά
Mots aléatoires
Profond en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ήχος, βαθυστόχαστος, στερεός, βαθύς, εξονυχιστικός, συμπαγής, γερός, φωνή, λεπτομερής, διεισδυτικός, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
Traductions: ήχος, βαθυστόχαστος, στερεός, βαθύς, εξονυχιστικός, συμπαγής, γερός, φωνή, λεπτομερής, διεισδυτικός, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές