Prohibition en grec
Traduction: prohibition, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απαγορεύω, αποκλείω, απαγορευμένο, αποκλεισμός, αρνησικυρία, απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prohibition
al capone, brigitte fontaine, brigitte fontaine prohibition, définition prohibition, fin prohibition, prohibition dictionnaire de langue grec, prohibition en grec
Traductions
- prohiber en grec - αποκλεισμός, φράζω, μπαρ, καταπνίγω, αρνησικυρία, κάγκελο, απαγόρευση, ...
- prohibitif en grec - απαγορευτικός, απαγορευτικό, απαγορευτικά, απαγορευτική, απαγορευτικές
- prohibons en grec - απαγορεύω
Mots aléatoires
Prohibition en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απαγορεύω, αποκλείω, απαγορευμένο, αποκλεισμός, αρνησικυρία, απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή
Traductions: απαγορεύω, αποκλείω, απαγορευμένο, αποκλεισμός, αρνησικυρία, απαγόρευση, απαγόρευσης, απαγορεύσεως, την απαγόρευση, απαγόρευση αυτή