Prolifèrent en grec
Traduction: prolifèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαστούν, πολλαπλασιασθούν, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prolifèrent
les cellules prolifèrent, prolifèrent antonymes, prolifèrent grammaire, prolifèrent mots croisés, prolifèrent signification, prolifèrent dictionnaire de langue grec, prolifèrent en grec
Traductions
- projetés en grec - προβλεπόμενη, προβλεπόμενο, προβλέπεται, προβάλλεται, προβλεπόμενες
- prolifique en grec - γόνιμος, παραγωγικός, πολυγραφότατος, παραγωγικούς, παραγωγικό
- proliféra en grec - πολλαπλασιασμός, διάδοσης, της διάδοσης, Διάδοση, διάδοση των πυρηνικών όπλων
Mots aléatoires
Prolifèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαστούν, πολλαπλασιασθούν, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται
Traductions: πολλαπλασιάζονται, πολλαπλασιαστούν, πολλαπλασιασθούν, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζεται