Proportion en grec
Traduction: proportion, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σχέση, έδρανο, αναλογία, τιμή, στάση, συμπεριφορά, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): proportion
beton proportion, calculer proportion, calculer une proportion, ciment, ciment proportion, proportion dictionnaire de langue grec, proportion en grec
Traductions
- propice en grec - φιλικός, καλότυχος, ευνοϊκός, επίκαιρος, ευγενικά, πλεονεκτικός, ευμενής, ...
- propitiation en grec - συμφιλίωση, εξευμένιση, κατευνασμός, ιλασμό, εξιλασμός
- proportionnalité en grec - αναλογικότητας, της αναλογικότητας, αναλογικότητα, την αναλογικότητα
- proportionnel en grec - σχετικά, συγγενής, ανάλογος, αναλογικά, ανάλογη, αναλογική, ανάλογο, ...
Mots aléatoires
Proportion en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σχέση, έδρανο, αναλογία, τιμή, στάση, συμπεριφορά, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
Traductions: σχέση, έδρανο, αναλογία, τιμή, στάση, συμπεριφορά, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού