Prorogation en grec
Traduction: prorogation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανάρτηση, εναιώρημα, αποχή, μακροθυμία, ανακοπή, αναστολή, αναβολή, παρέκταση διεθνούς, την παρέκταση, παρεκτάσεως διεθνούς, παρέκτασης δικαιοδοσίας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prorogation
demande de prorogation, demande prorogation, définition prorogation, la prorogation, prorogation antonymes, prorogation dictionnaire de langue grec, prorogation en grec
Traductions
- propulsés en grec - powered, μηχανοκίνητη, μηχανοκίνητα, τροφοδοτείται, κινούνται
- prorata en grec - αναλογία, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
- proroger en grec - παρατείνω, αναβάλλω, διακόψει, διακόψει τις εργασίες, διακόψει τις
- prosaïque en grec - πεζός, μονότονος, ξεμέθυστος, νηφάλιος, ανιαρός, τετριμμένος, πεζό
Mots aléatoires
Prorogation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανάρτηση, εναιώρημα, αποχή, μακροθυμία, ανακοπή, αναστολή, αναβολή, παρέκταση διεθνούς, την παρέκταση, παρεκτάσεως διεθνούς, παρέκτασης δικαιοδοσίας
Traductions: ανάρτηση, εναιώρημα, αποχή, μακροθυμία, ανακοπή, αναστολή, αναβολή, παρέκταση διεθνούς, την παρέκταση, παρεκτάσεως διεθνούς, παρέκτασης δικαιοδοσίας