Prospéré en grec
Traduction: prospéré, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πετυχημένος, τυχερός, ευοίωνος, καλότυχος, πλεονεκτικός, ευμενής, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prospéré
prosper mérimée, prosper weil, prospère anglais, prospère antonyme, prospère antonymes, prospéré dictionnaire de langue grec, prospéré en grec
Traductions
- prospection en grec - αναζήτηση, αναζήτησης, την αναζήτηση, μεταλλοδίφηση, ανιχνεύσεως
- prospectus en grec - κυκλικός, φυλλάδιο, προοπτική, ενημερωτικό δελτίο, ενημερωτικού δελτίου, δελτίο, δελτίου, ...
- prospèrent en grec - ευημερώ, επιτυγχάνω, ευδοκιμούν, ευδοκιμήσουν, αναπτύσσονται, να ευδοκιμήσουν, ευδοκιμήσει
- prospéra en grec - ευημερούσε, άκμασε, ευημερούσαν, ήκμασε, ευημέρησε
Mots aléatoires
Prospéré en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πετυχημένος, τυχερός, ευοίωνος, καλότυχος, πλεονεκτικός, ευμενής, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες
Traductions: πετυχημένος, τυχερός, ευοίωνος, καλότυχος, πλεονεκτικός, ευμενής, ευημερούσα, ευημερούσες, ευημερούσας, ευημερούντα, εύπορες