Provenir en grec
Traduction: provenir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στείρα, έρχομαι, χαλάζι, αντλώ, μίσχος, καταιγισμός, στέλεχος, προέρχομαι, απορρέω, επίπτωση, προστίθεμαι, έκβαση, αποτέλεσμα, προκύπτω, παράγομαι, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): provenir
provenir antonymes, provenir conjugaison, provenir conjugaison espagnol, provenir en anglais, provenir en espagnol, provenir dictionnaire de langue grec, provenir en grec
Traductions
- provenance en grec - προέλευση, εξαγωγή, γέννηση, γέννα, καταγωγή, οικογένεια, πηγή, ...
- provenant en grec - από, από την, από το, από τις, από τη
- proverbe en grec - πριονίζω, πριόνι, ρήση, απόφθεγμα, ρητό, γνωμικό, έκφραση, ...
- proverbial en grec - παροιμιώδης, παροιμιώδη, παροιμιώδες, παροιμιώδεις, παροιμιακό
Mots aléatoires
Provenir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στείρα, έρχομαι, χαλάζι, αντλώ, μίσχος, καταιγισμός, στέλεχος, προέρχομαι, απορρέω, επίπτωση, προστίθεμαι, έκβαση, αποτέλεσμα, προκύπτω, παράγομαι, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Traductions: στείρα, έρχομαι, χαλάζι, αντλώ, μίσχος, καταιγισμός, στέλεχος, προέρχομαι, απορρέω, επίπτωση, προστίθεμαι, έκβαση, αποτέλεσμα, προκύπτω, παράγομαι, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος