Public en grec
Traduction: public, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κοινότητα, ακροατήριο, υφήλιος, κοινός, εγκαινιάζω, ανοίγω, κόσμος, φανερός, συνηθισμένος, ανοιχτός, ανοικτός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): public
bien public, closer, emploi public, le bien public, marché public, public dictionnaire de langue grec, public en grec
Traductions
- publiai en grec - δημοσίευσε, τη δημοσίευσε, το δημοσίευσε
- publiant en grec - εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοτική, εκδοτικούς, εκδοτικό
- publication en grec - δημοσιοποίηση, δημοσίευμα, δημοσίευση, έκδοση, τεύχος, προσθήκη, καταχώρηση, ...
- publicité en grec - δημοσιότητα, προαγωγή, διαφήμιση, διαφημιστικός, προώθηση, ανάδειξη, εμπορικός, ...
Mots aléatoires
Public en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κοινότητα, ακροατήριο, υφήλιος, κοινός, εγκαινιάζω, ανοίγω, κόσμος, φανερός, συνηθισμένος, ανοιχτός, ανοικτός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Traductions: κοινότητα, ακροατήριο, υφήλιος, κοινός, εγκαινιάζω, ανοίγω, κόσμος, φανερός, συνηθισμένος, ανοιχτός, ανοικτός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες