Qualification en grec

Traduction: qualification, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ταλέντο, πρόκριση, αποφασιστικότητα, επωνυμία, κλίση, χωρητικότητα, τίτλος, ικανότητα, ορισμός, διεύθυνση, προτέρημα, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
Qualification en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): qualification

can 2013, contrat de qualification, contrat qualification, coupe du monde, euro 2012, qualification dictionnaire de langue grec, qualification en grec

Traductions

  • qualifiant en grec - κλήση, καλώντας, καλεί, ζητώντας, ζητούν
  • qualificatif en grec - προκριματικά, qualifier, πρόκρισης, προσδιοριστικό, προκριματικό
  • qualifie en grec - πληροί τις προϋποθέσεις, πιστοποιείται, χαρακτηρίζεται ENERGY STAR, χαρακτηρίζεται ENERGY, συμμετοχική εταιρεία επωφελείται της
  • qualifient en grec - προκρίνομαι, πληρούν τις προϋποθέσεις, τύχουν, προϋποθέσεις, τις προϋποθέσεις, επιλέξιμες
Mots aléatoires
Qualification en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ταλέντο, πρόκριση, αποφασιστικότητα, επωνυμία, κλίση, χωρητικότητα, τίτλος, ικανότητα, ορισμός, διεύθυνση, προτέρημα, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής