Quantifiés en grec
Traduction: quantifiés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ποσοτικά, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιήθηκε, ποσοτικοποιείται, ποσοτικοποιούνται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): quantifiés
les quantifiés, objectifs quantifiés, quantifiés antonymes, quantifiés grammaire, quantifiés mots croisés, quantifiés dictionnaire de langue grec, quantifiés en grec
Traductions
- quantifiée en grec - ποσοτικά, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιήθηκε, ποσοτικοποιείται, ποσοτικοποιούνται
- quantifiées en grec - ποσοτικά, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιήθηκε, ποσοτικοποιείται, ποσοτικοποιούνται
- quantitatif en grec - ποσοτικός, ποσοτικών, ποσοτικά, ποσοτική, ποσοτικούς
- quantité en grec - μοιράζω, όραση, ποσότητα, πολλά, όγκος, μαζικός, ανέρχομαι, ...
Mots aléatoires
Quantifiés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ποσοτικά, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιήθηκε, ποσοτικοποιείται, ποσοτικοποιούνται
Traductions: ποσοτικά, ποσοτικοποιηθεί, ποσοτικοποιήθηκε, ποσοτικοποιείται, ποσοτικοποιούνται