Querelleur en grec
Traduction: querelleur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γκρινιάρης, ερειστικός, πικρόχολος, αμφιλεγόμενος, μεμψίμοιρος, φιλόνικος, καβγατζής, εριστικός, εριστική, εριστικοί, εριστικά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): querelleur
querelleur antonyme, querelleur antonymes, querelleur clandestin, querelleur clandestin dofus, querelleur du forezan, querelleur dictionnaire de langue grec, querelleur en grec
Traductions
- querelle en grec - τιμάριο, ενόχληση, αναστάτωση, επιχείρημα, διαφωνία, φιλονικία, διένεξη, ...
- querelles en grec - καυγάδες, διαμάχες, καβγάδες, φιλονικίες, έριδες
- questeur en grec - Κοσμήτορα, Κοσμήτορας, quaestor, Κοσμήτωρ, κυαίστωρος
- question en grec - ανακρίνω, έρευνα, πρόβλημα, αιχμή, ύλη, δείχνω, ζήτημα, ...
Mots aléatoires
Querelleur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γκρινιάρης, ερειστικός, πικρόχολος, αμφιλεγόμενος, μεμψίμοιρος, φιλόνικος, καβγατζής, εριστικός, εριστική, εριστικοί, εριστικά
Traductions: γκρινιάρης, ερειστικός, πικρόχολος, αμφιλεγόμενος, μεμψίμοιρος, φιλόνικος, καβγατζής, εριστικός, εριστική, εριστικοί, εριστικά