Questionnèrent en grec
Traduction: questionnèrent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): questionnèrent
questionnèrent antonymes, questionnèrent grammaire, questionnèrent mots croisés, questionnèrent signification, questionnèrent synonyme, questionnèrent dictionnaire de langue grec, questionnèrent en grec
Traductions
- questionnons en grec - ερώτημα, ερώτηση, ζήτημα, ανακρίνω, είναι, Δεν, αποτελούν, ...
- questionnâmes en grec - τον ανέκρινε, τον ρώτησαν, τον ανέκριναν, τον εξέτασα, έκαναν ερωτήσεις
- questionné en grec - αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν
- questionnée en grec - αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν
Mots aléatoires
Questionnèrent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν
Traductions: αμφισβήτηση, αμφισβήτησαν, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, ερωτήθηκαν