Règlent en grec
Traduction: règlent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): règlent
ils règlent, règlent antonymes, règlent grammaire, règlent la geisha, règlent mots croisés, règlent dictionnaire de langue grec, règlent en grec
Traductions
- règlement en grec - σημασία, διακανονισμός, οικισμός, τακτοποίηση, υπαγορεύω, αναφορά, παραγραφή, ...
- règlementation en grec - έλεγχος, εξουσιάζω, κανονισμοί, κανονισμούς, κανονιστικές, κανονισμών, κανονιστικών
- règles en grec - ιθύνω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, ...
- règne en grec - αποφασίζω, τομέας, λικνίζομαι, σφαίρα, κανόνας, πείθω, κρατίδιο, ...
Mots aléatoires
Règlent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Traductions: κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση