Réconciliée en grec
Traduction: réconciliée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): réconciliée
l'entreprise réconciliée, réconciliée antonymes, réconciliée grammaire, réconciliée mots croisés, réconciliée signification, réconciliée dictionnaire de langue grec, réconciliée en grec
Traductions
- réconcilièrent en grec - συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
- réconcilié en grec - συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
- réconciliées en grec - συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
- réconciliés en grec - συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
Mots aléatoires
Réconciliée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί
Traductions: συμφιλιωθούν, συμφιλιωθεί, συμβιβαστούν, συμβιβάζεται, συμβιβαστεί