Réfléchissant en grec
Traduction: réfléchissant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αντανακλαστικός, ανακλαστικός, αντανακλαστική, ανακλαστική, ανακλαστικό, αντανακλαστικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): réfléchissant
gilet réfléchissant, réfléchissant 3m, réfléchissant antonymes, réfléchissant casque, réfléchissant casque moto, réfléchissant dictionnaire de langue grec, réfléchissant en grec
Traductions
- réfléchirent en grec - συλλογιστεί, συλλογίστηκα, μελέτησε, pondered, μελετήσει
- réfléchis en grec - αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, προσεκτικός, σκεπτικός, στοχαστικό, στοχαστικός, στοχαστική
- réfléchissent en grec - αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκεφτόμαστε
- réfléchissez en grec - αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, νομίζω, Σκεφτείτε, Σκέψου, Think, σκέφτονται
Mots aléatoires
Réfléchissant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αντανακλαστικός, ανακλαστικός, αντανακλαστική, ανακλαστική, ανακλαστικό, αντανακλαστικό
Traductions: αντανακλαστικός, ανακλαστικός, αντανακλαστική, ανακλαστική, ανακλαστικό, αντανακλαστικό