Répété en grec

Traduction: répété, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
Répété en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): répété

répéter anglais, répéter c'est un pépiement, répéter def, répété antonymes, répété cent fois, répété dictionnaire de langue grec, répété en grec

Traductions

  • répétâmes en grec - αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, πρόβες, πρόβα, επαναλαμβανόμενες, έκανε πρόβες, προετοιμασμένη
  • répétèrent en grec - επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
  • répétée en grec - επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
  • répétées en grec - αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
Mots aléatoires
Répété en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες