Réservée en grec
Traduction: réservée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρατημένος, επιφυλακτικός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): réservée
augmentation de capital, place réservée, réserver train, réservé contraire, réservée antonyme, réservée dictionnaire de langue grec, réservée en grec
Traductions
- réservèrent en grec - επιφυλακτικός, κρατημένος, επιφυλάχθηκε, διατηρούνται, επιφυλάσσεται, προορίζεται, reserved
- réservé en grec - ακατάδεχτος, εχέμυθος, εφεκτικός, προσεκτικός, επιφυλακτικός, προσεχτικός, λιγόλογος, ...
- réservées en grec - κρατημένος, επιφυλακτικός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
- réservés en grec - κρατημένος, επιφυλακτικός, Reserved, Προορίζεται, Δεσμευμένο, Εφεδρικό, Δεσμευμένη
Mots aléatoires
Réservée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρατημένος, επιφυλακτικός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Traductions: κρατημένος, επιφυλακτικός, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη