Rétrécies en grec
Traduction: rétrécies, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rétrécies
artères rétrécies, bronches rétrécies, coronaires rétrécies, pupilles rétrécies, rétrécies antonymes, rétrécies dictionnaire de langue grec, rétrécies en grec
Traductions
- rétréci en grec - στενόχωρος, στενός, περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε
- rétrécie en grec - περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε
- rétrécir en grec - κοπή, χαλιναγωγώ, περιορίζω, σφίγγω, συρρικνώνομαι, τσιγκουνεύομαι, κόψιμο, ...
- rétrécirent en grec - περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε
Mots aléatoires
Rétrécies en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε
Traductions: περιορίστηκε, στένωση, μειώθηκε, περιοριστεί, περιόρισε