Réutilisé en grec
Traduction: réutilisé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούνται, επαναχρησιμοποιηθεί, επαναχρησιμοποιείται, ξαναχρησιμοποιηθεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): réutilisé
j'ai utilisé, objet utilisé, parchemin utilisé, réutiliser un test de grossesse, réutilisé antonymes, réutilisé dictionnaire de langue grec, réutilisé en grec
Traductions
- réussite en grec - πρόνοια, τύχη, πετυχημένος, ευημερία, επίτευξη, επιτυχία, επιτυχίας, ...
- réutiliser en grec - επαναχρησιμοποίηση, επαναχρησιμοποίησης, την επαναχρησιμοποίηση, η επαναχρησιμοποίηση, επαναχρησιμοποιηθεί
- réutilisée en grec - επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούνται, επαναχρησιμοποιηθεί, επαναχρησιμοποιείται, ξαναχρησιμοποιηθεί
- réutilisées en grec - επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούνται, επαναχρησιμοποιηθεί, επαναχρησιμοποιείται, ξαναχρησιμοποιηθεί
Mots aléatoires
Réutilisé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούνται, επαναχρησιμοποιηθεί, επαναχρησιμοποιείται, ξαναχρησιμοποιηθεί
Traductions: επαναχρησιμοποιηθούν, επαναχρησιμοποιούνται, επαναχρησιμοποιηθεί, επαναχρησιμοποιείται, ξαναχρησιμοποιηθεί