Révélateur en grec
Traduction: révélateur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποκαλύπτοντας, αποκαλύπτουν, αποκαλύπτει, αποκάλυψη, που αποκαλύπτουν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): révélateur
coeur révélateur, lapsus, lapsus révélateur, le coeur révélateur, le révélateur, révélateur dictionnaire de langue grec, révélateur en grec
Traductions
- révélant en grec - αποκαλύπτοντας, αποκαλύπτουν, αποκαλύπτει, αποκάλυψη, που αποκαλύπτουν
- révélation en grec - ανακάλυψη, αποκάλυψη, έκθεση, εύρημα, εκδήλωση, ανεύρεση, βρίσκω, ...
- révéler en grec - προδίδω, ανοικτός, λέω, αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, εγκαινιάζω, αναπτύσσω, ...
Mots aléatoires
Révélateur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποκαλύπτοντας, αποκαλύπτουν, αποκαλύπτει, αποκάλυψη, που αποκαλύπτουν
Traductions: αποκαλύπτοντας, αποκαλύπτουν, αποκαλύπτει, αποκάλυψη, που αποκαλύπτουν