Révoltant en grec
Traduction: révoltant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκανδαλώδης, εξωφρενικός, αηδιαστικός, επαναστατικός, αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): révoltant
c'est révoltant, fait révoltant, révoltant antonymes, révoltant contraire, révoltant en anglais, révoltant dictionnaire de langue grec, révoltant en grec
Traductions
- révocable en grec - μετακλητός, ανακλητός, ανακλητή, ανακλητά, ανακλητό
- révocation en grec - αναγωγή, ακυρώνω, αναφορά, απόλυση, θυμάμαι, έφεση, αποχώρηση, ...
- révolte en grec - ξεσήκωμα, εξέγερση, επανάσταση, εξέγερσης, επανάστασης, στάση
- révolter en grec - επαναστατώ, ταραχή, πληθώρα, εξέγερση, όργιο, παρακινώ, επαναστάτης, ...
Mots aléatoires
Révoltant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκανδαλώδης, εξωφρενικός, αηδιαστικός, επαναστατικός, αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική
Traductions: σκανδαλώδης, εξωφρενικός, αηδιαστικός, επαναστατικός, αποκρουστικός, απεχθής, αποκρουστικό, επαναστατούν, αντιπαθητική