Rêche en grec
Traduction: rêche, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σέρτικος, πόρνη, άγριος, ευθύς, στυφός, ντόμπρος, πνιγηρός, χονδροειδής, σκληρός, δριμύς, κοκκώδης, καυστικός, τραχύς, κουρελιασμένος, μπλόφα, τάρτα, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rêche
prêche en arabe, riche traduction anglais, rêche adjectif, rêche antonyme, rêche antonymes, rêche dictionnaire de langue grec, rêche en grec
Traductions
- réévaluation en grec - ανασκόπηση, ανασκοπώ, κριτική, αναθεωρώ, επανεκτίμηση, ανατίμηση, αναπροσαρμογής, ...
- réévaluer en grec - επαναξιολογήσει, επανεκτιμήσει, επανεκτιμήσουν, να επανεκτιμήσει, επανεκτιμηθεί
- rêne en grec - χαλινάρι, χαλιναγωγήσει, χαλιναγωγήσουν, τη συγκράτηση, συγκρατήσουν
- rêva en grec - ονειρευόταν, ονειρευτεί, ονειρεύτηκε, ονειρευόσασταν, ονειρεύτηκα
Mots aléatoires
Rêche en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σέρτικος, πόρνη, άγριος, ευθύς, στυφός, ντόμπρος, πνιγηρός, χονδροειδής, σκληρός, δριμύς, κοκκώδης, καυστικός, τραχύς, κουρελιασμένος, μπλόφα, τάρτα, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Traductions: σέρτικος, πόρνη, άγριος, ευθύς, στυφός, ντόμπρος, πνιγηρός, χονδροειδής, σκληρός, δριμύς, κοκκώδης, καυστικός, τραχύς, κουρελιασμένος, μπλόφα, τάρτα, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα