Rôtir en grec
Traduction: rôtir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πυρκαγιά, φωτιά, καβουρδίζω, πυροβολώ, απολύω, τοστ, μαρίδα, ψήνω, σγουραίνω, ξεραίνω, τηγανίζω, ξεροτηγανίζω, καβουρντίζω, καίω, πρόποση, καψαλίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rôtir
rôtir antonymes, rôtir conjugaison, rôtir des amandes, rôtir définition, rôtir définition cuisine, rôtir dictionnaire de langue grec, rôtir en grec
Traductions
- rôtie en grec - τοστ, πρόποση, ψητό, roast, τηγάνισμα, για τηγάνισμα, Ψήστε
- rôties en grec - ψητό, φρυγμένα, φρυγμένων, καβουρντισμένος, καβουρδισμένα
- rôtirent en grec - ψητό, φρυγμένα, φρυγμένων, καβουρντισμένος, καβουρδισμένα
- rôtissage en grec - κατσάδα, ψήσιμο, καβουρδίσματος, καβούρδισμα, το ψήσιμο, το καβούρδισμα
Mots aléatoires
Rôtir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πυρκαγιά, φωτιά, καβουρδίζω, πυροβολώ, απολύω, τοστ, μαρίδα, ψήνω, σγουραίνω, ξεραίνω, τηγανίζω, ξεροτηγανίζω, καβουρντίζω, καίω, πρόποση, καψαλίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο
Traductions: πυρκαγιά, φωτιά, καβουρδίζω, πυροβολώ, απολύω, τοστ, μαρίδα, ψήνω, σγουραίνω, ξεραίνω, τηγανίζω, ξεροτηγανίζω, καβουρντίζω, καίω, πρόποση, καψαλίζω, ψητό, ψητά, καβουρδισμένου, roast, καβουρδισμένο