Rasés en grec
Traduction: rasés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rasés
cheveux rasés, cheveux rasés femme, cranes rasés, hommes rasés, poils rasés, rasés dictionnaire de langue grec, rasés en grec
Traductions
- rasée en grec - ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
- rasées en grec - ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
- rat en grec - αρουραίος, αρουραίου, αρουραίο, επίμυος, αρουραίων
- ratatiner en grec - συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συμβόλαιο, συστέλλω, διαστρεβλώνω, μπαίνω, συρρικνώνομαι, ...
Mots aléatoires
Rasés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
Traductions: ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί