Ravisseur en grec
Traduction: ravisseur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ληστής, απαγωγέας, απαγωγέα, του απαγωγέα, τον απαγωγέα, δυνατότητας του απαγωγέα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ravisseur
ravisseur anglais, ravisseur antonymes, ravisseur cheval, ravisseur en arabe, ravisseur geny, ravisseur dictionnaire de langue grec, ravisseur en grec
Traductions
- ravissant en grec - λήψη, αξιολάτρευτος, πανέξυπνος, νόστιμος, ευφρόσυνος, τετραπέρατος, τερπνός, ...
- ravissement en grec - έκσταση, εκπλήσσω, αρπαγή, αρπαγής, την αρπαγή, η αρπαγή
- ravitaillement en grec - υποστήριγμα, τροφοδοσία, βοήθεια, μέριμνα, παρέχω, προμήθεια, παροχή, ...
- ravitailler en grec - προνοώ, παροχή, παρέχω, χορήγηση, εφοδιάζω, ταξινομώ, προμήθεια, ...
Mots aléatoires
Ravisseur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ληστής, απαγωγέας, απαγωγέα, του απαγωγέα, τον απαγωγέα, δυνατότητας του απαγωγέα
Traductions: ληστής, απαγωγέας, απαγωγέα, του απαγωγέα, τον απαγωγέα, δυνατότητας του απαγωγέα