Recoupement en grec
Traduction: recoupement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τσεκάρισμα, τσεκάρω, διασταύρωση στοιχείων, διασταυρώνω
Autres langues
Mots associés / Définition (def): recoupement
recoupement antonymes, recoupement circulation erp, recoupement coupe feu, recoupement coupe feu bureaux, recoupement d'information, recoupement dictionnaire de langue grec, recoupement en grec
Traductions
- record en grec - ρεκόρ, δίσκος, καταγράφω, ηχογραφώ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, ...
- recordman en grec - υπερασπιστής, πρωταθλητής, κάτοχος του ρεκόρ, ρεκόρ, κάτοχο του ρεκόρ, ρέκορντμαν, κάτοχος αρχείων
- recourber en grec - διπλώνω, κυρτώνω, καμπυλώνω, σκύβω, απατεώνας, καμπύλη, κακοποιός, ...
- recourbé en grec - γαμψός, καμπύλος, κυρτός, καμπύλο, κυρτή, κυρτό
Mots aléatoires
Recoupement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τσεκάρισμα, τσεκάρω, διασταύρωση στοιχείων, διασταυρώνω
Traductions: τσεκάρισμα, τσεκάρω, διασταύρωση στοιχείων, διασταυρώνω