Rectitude en grec
Traduction: rectitude, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τεντώνω, νομιμότητα, ακεραιότητα, ορθότητα, ειλικρίνεια, στραμπουλίζω, ευθυδικία, ζόρι, διηθώ, ευθύτητα, ευθύτητας, ευθύγραμμο, η ευθύτητα, ευθύτητος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rectitude
definition rectitude, la rectitude, rectitude antonymes, rectitude cervicale, rectitude cervicale definition, rectitude dictionnaire de langue grec, rectitude en grec
Traductions
- rectifiés en grec - έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
- rectiligne en grec - απλός, ευθύς, ίσιος, ευθεία, ίσια, ευθείας, ευθείες
- rectum en grec - πρωκτός, παχύ έντερο, ορθού, ορθό, του ορθού
- recueil en grec - βιβλιάριο, πίφερο, βιβλίο, λιμάρω, υποβάλλω, τοποθετώ, χωνεύω, ...
Mots aléatoires
Rectitude en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τεντώνω, νομιμότητα, ακεραιότητα, ορθότητα, ειλικρίνεια, στραμπουλίζω, ευθυδικία, ζόρι, διηθώ, ευθύτητα, ευθύτητας, ευθύγραμμο, η ευθύτητα, ευθύτητος
Traductions: τεντώνω, νομιμότητα, ακεραιότητα, ορθότητα, ειλικρίνεια, στραμπουλίζω, ευθυδικία, ζόρι, διηθώ, ευθύτητα, ευθύτητας, ευθύγραμμο, η ευθύτητα, ευθύτητος