Redresser en grec
Traduction: redresser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ορθώνω, επαναφέρω, σωστός, αναστηλώνω, ανασχηματισμός, όρος, βουνό, ευθυγραμμίζω, κόκορας, ανακτώ, πισινός, υψώνω, σώζω, καθορισμένος, ανεβαίνω, σηκώνω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): redresser
redresser antonymes, redresser bas de caisse, redresser carrosserie, redresser dents, redresser dos, redresser dictionnaire de langue grec, redresser en grec
Traductions
- redressement en grec - διόρθωση, διόρθωμα, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
- redressent en grec - μεταρρύθμιση, μεταρρυθμίζω, ανασχηματισμός, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ...
- redresseur en grec - ανορθωτής, ανορθωτή, ανόρθωσης, του ανορθωτή, ανορθώσεως
- redressez en grec - μεταρρύθμιση, ανασχηματισμός, μεταρρυθμίζω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ...
Mots aléatoires
Redresser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ορθώνω, επαναφέρω, σωστός, αναστηλώνω, ανασχηματισμός, όρος, βουνό, ευθυγραμμίζω, κόκορας, ανακτώ, πισινός, υψώνω, σώζω, καθορισμένος, ανεβαίνω, σηκώνω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε
Traductions: ορθώνω, επαναφέρω, σωστός, αναστηλώνω, ανασχηματισμός, όρος, βουνό, ευθυγραμμίζω, κόκορας, ανακτώ, πισινός, υψώνω, σώζω, καθορισμένος, ανεβαίνω, σηκώνω, ισιώνω, ισιώσει, ισιώστε, να ισιώσει, ισιώσετε