Refréner en grec
Traduction: refréner, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναχαιτίζω, χαλιναγωγώ, κράσπεδο, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): refréner
conjuguer refréner, define refréner, orthographe refréner, refréner antonymes, refréner conjugaison, refréner dictionnaire de langue grec, refréner en grec
Traductions
- refroidit en grec - δροσίζει, ψύχει, ψύχεται, κρυώσει, κρυώνει
- refuge en grec - καταφύγιο, λιμάνι, κρησφύγετο, φωλιάζω, φυγαδεύω, υποχωρώ, ασυλία, ...
- refus en grec - απόρριψη, απάρνηση, άρνηση, άρνησης, απαραδέκτου, την άρνηση
Mots aléatoires
Refréner en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναχαιτίζω, χαλιναγωγώ, κράσπεδο, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν
Traductions: αναχαιτίζω, χαλιναγωγώ, κράσπεδο, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν