Renégat en grec
Traduction: renégat, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποστάτης, λιποτάκτης, αποστάτες, αποστάτη, αρνησίθρησκος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): renégat
définition renégat, le renégat, renégat 1995, renégat 1er, renégat alexandre désilets paroles, renégat dictionnaire de langue grec, renégat en grec
Traductions
- renvoyés en grec - επέστρεψε, επιστρέφονται, επιστρέφεται, δεν επέστρεψε, επιστραφεί
- renâcler en grec - φρουμάζω, λαχανιάζω, τολύπη
- repaire en grec - σκάβω, φτωχογειτονιά, καταδύομαι, κουνελοφωλιά, καταγώγιο, τρύπα, λημέρι, ...
- reparais en grec - ξανασυμβαίνω, εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανιστεί, εμφανίζεται, εμφανιστούν
Mots aléatoires
Renégat en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποστάτης, λιποτάκτης, αποστάτες, αποστάτη, αρνησίθρησκος
Traductions: αποστάτης, λιποτάκτης, αποστάτες, αποστάτη, αρνησίθρησκος