Renoncent en grec

Traduction: renoncent, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Renoncent en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): renoncent

ils renoncent, les italiens renoncent, les parties renoncent, ministres renoncent, renoncent antonymes, renoncent dictionnaire de langue grec, renoncent en grec

Traductions

  • renonce en grec - αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
  • renoncement en grec - αποκήρυξη, απάρνηση, παραίτηση, αποποίηση, υπαναχωρήσεως
  • renoncer en grec - αδειάζω, παρατάω, παραιτούμαι, απορρίπτω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, αποποιούμαι, ...
  • renoncez en grec - εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, παραιτηθεί, παραιτούνται, να παραιτηθεί, παραιτηθούν, ...
Mots aléatoires
Renoncent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από