Repeuplés en grec
Traduction: repeuplés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
Ξανακατοικήθηκε, επανακατοικηθεί, ανασυσταθείσες, έγινε ανασύσταση, επανακατοικήθηκε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): repeuplés
repeuplés antonymes, repeuplés grammaire, repeuplés mots croisés, repeuplés signification, repeuplés synonyme, repeuplés dictionnaire de langue grec, repeuplés en grec
Traductions
- repeuplée en grec - Ξανακατοικήθηκε, επανακατοικηθεί, ανασυσταθείσες, έγινε ανασύσταση, επανακατοικήθηκε
- repeuplées en grec - Ξανακατοικήθηκε, επανακατοικηθεί, ανασυσταθείσες, έγινε ανασύσταση, επανακατοικήθηκε
- repiquer en grec - επισκευάζω, μόσχευμα, μπάλωμα, μεταμοσχεύω, μεταμόσχευση, εργοστάσιο, φυτό, ...
- replace en grec - αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Mots aléatoires
Repeuplés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: Ξανακατοικήθηκε, επανακατοικηθεί, ανασυσταθείσες, έγινε ανασύσταση, επανακατοικήθηκε
Traductions: Ξανακατοικήθηκε, επανακατοικηθεί, ανασυσταθείσες, έγινε ανασύσταση, επανακατοικήθηκε