Reposée en grec
Traduction: reposée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, αποθήκη, ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): reposée
la reposée, repose en italien, reposer définition, reposer traduction anglais, reposée, reposée dictionnaire de langue grec, reposée en grec
Traductions
- reposèrent en grec - ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο
- reposé en grec - ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο
- reposées en grec - ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο
- reposés en grec - ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο
Mots aléatoires
Reposée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, αποθήκη, ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο
Traductions: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, αποθήκη, ξεκούραστοι, ξεκούραστος, στηριγμένη, αναπαύονται, ξεκούραστο