Resserrées en grec
Traduction: resserrées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σφιγμένα, σφιχτεί, αυστηρότεροι, αυστηρότερες, σφιγμένες
Autres langues
Mots associés / Définition (def): resserrées
dents serrées, eaux resserrées, isobares resserrées, pompes resserrées, resserrées antonymes, resserrées dictionnaire de langue grec, resserrées en grec
Traductions
- resserré en grec - σφιγμένα, σφιχτεί, αυστηρότεροι, αυστηρότερες, σφιγμένες
- resserrée en grec - σφιγμένα, σφιχτεί, αυστηρότεροι, αυστηρότερες, σφιγμένες
- resserrés en grec - σφιγμένα, σφιχτεί, αυστηρότεροι, αυστηρότερες, σφιγμένες
- ressort en grec - δικαιοδοσία, άνοιξη, ελαστικότητα, εκτινάσσομαι, ανάκαμψη, αρμοδιότητα, αναπηδώ, ...
Mots aléatoires
Resserrées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σφιγμένα, σφιχτεί, αυστηρότεροι, αυστηρότερες, σφιγμένες
Traductions: σφιγμένα, σφιχτεί, αυστηρότεροι, αυστηρότερες, σφιγμένες