Restriction en grec
Traduction: restriction, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
περιστολή, περιορίζω, συστολή, εξαναγκασμός, τσιγκουνεύομαι, πρόκριση, περιορισμός, φραγμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): restriction
code de restriction, code restriction, code restriction free, code restriction iphone, code restriction orange, restriction dictionnaire de langue grec, restriction en grec
Traductions
- restreints en grec - περιορισμένος, περιορίζεται, περιορισμένη, περιορίζονται, περιοριστεί
- restrictif en grec - περιοριστικός, περιοριστικά, περιοριστικών, περιοριστική, περιοριστικές
- restructura en grec - αναδιάρθρωσης, αναδιάρθρωση, της αναδιάρθρωσης, την αναδιάρθρωση, αναδιαρθρώσεως
Mots aléatoires
Restriction en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: περιστολή, περιορίζω, συστολή, εξαναγκασμός, τσιγκουνεύομαι, πρόκριση, περιορισμός, φραγμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Traductions: περιστολή, περιορίζω, συστολή, εξαναγκασμός, τσιγκουνεύομαι, πρόκριση, περιορισμός, φραγμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό