Restructurée en grec
Traduction: restructurée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναδιαρθρωθεί, αναδιαρθρώθηκε, αναδιαρθρώθηκαν, αναδιάρθρωσε, αναδιαρθρωθούν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): restructurée
créance restructurée, dette restructurée, eau restructurée, restructurée antonymes, restructurée grammaire, restructurée dictionnaire de langue grec, restructurée en grec
Traductions
- restructurèrent en grec - οικογένεια, οικογένειας, οικογένειά, οικογενειακό, οικογενειακή
- restructuré en grec - αναδιαρθρωθεί, αναδιαρθρώθηκε, αναδιαρθρώθηκαν, αναδιάρθρωσε, αναδιαρθρωθούν
- restructurées en grec - αναδιαρθρωθεί, αναδιαρθρώθηκε, αναδιαρθρώθηκαν, αναδιάρθρωσε, αναδιαρθρωθούν
- restructurés en grec - αναδιαρθρωθεί, αναδιαρθρώθηκε, αναδιαρθρώθηκαν, αναδιάρθρωσε, αναδιαρθρωθούν
Mots aléatoires
Restructurée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναδιαρθρωθεί, αναδιαρθρώθηκε, αναδιαρθρώθηκαν, αναδιάρθρωσε, αναδιαρθρωθούν
Traductions: αναδιαρθρωθεί, αναδιαρθρώθηκε, αναδιαρθρώθηκαν, αναδιάρθρωσε, αναδιαρθρωθούν