Retraité en grec
Traduction: retraité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ησυχαστήριο, απόκλιση, γωνία, ανάληψη, σύνταξη, αποστράτευση, κρησφύγετο, αναχώρηση, αποχώρηση, οπισθοδρομώ, εσοχή, υποχωρώ, συνταγή, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): retraité
age retraite, assurance, assurance retraite, caisse de retraite, caisse retraite, retraité dictionnaire de langue grec, retraité en grec
Traductions
- retracer en grec - σκίτσο, ίχνος, ίχνη, ίχνους, ιχνών, trace
- retrait en grec - ανάληψη, οπισθοδρομώ, αποχώρηση, υποχωρώ, κρησφύγετο, συστολή, ησυχαστήριο, ...
- retraité en grec - συνταξιούχος, συνταξιούχων, συνταξιούχους, αποσύρθηκε, συνταξιούχοι
- retranchement en grec - περισυλλογή, περιστολής, περικοπών, λιτότητας, λιτότητα
Mots aléatoires
Retraité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ησυχαστήριο, απόκλιση, γωνία, ανάληψη, σύνταξη, αποστράτευση, κρησφύγετο, αναχώρηση, αποχώρηση, οπισθοδρομώ, εσοχή, υποχωρώ, συνταγή, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Traductions: ησυχαστήριο, απόκλιση, γωνία, ανάληψη, σύνταξη, αποστράτευση, κρησφύγετο, αναχώρηση, αποχώρηση, οπισθοδρομώ, εσοχή, υποχωρώ, συνταγή, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως