Retrancher en grec
Traduction: retrancher, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαγράφω, ανταπαντώ, αφαίρεση, αποκλείω, κοπάζω, εκτοξεύω, υπαναχωρώ, περικόπτω, αποσύρω, υπαναχωρώ., μειώνω, αντίλογος, κονταίνω, εξαλείφω, κλαδεύω, εκτινάσσω, κάνω οικονομίες, περικόψουν τις, περικόψουν, retrench
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): retrancher
retrancher 3, retrancher 4, retrancher 4 au nombre 25, retrancher anglais, retrancher antonymes, retrancher dictionnaire de langue grec, retrancher en grec
Traductions
- retraité en grec - συνταξιούχος, συνταξιούχων, συνταξιούχους, αποσύρθηκε, συνταξιούχοι
- retranchement en grec - περισυλλογή, περιστολής, περικοπών, λιτότητας, λιτότητα
- retremper en grec - διάθεση, σβήνω, μετριάζω, οργή, σκληραίνω, retemper
- retrousser en grec - πτύσσω, πιέτα, χώνω, πτυχή, roll up, σηκώσουμε τα, καταφθάνουν, ...
Mots aléatoires
Retrancher en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαγράφω, ανταπαντώ, αφαίρεση, αποκλείω, κοπάζω, εκτοξεύω, υπαναχωρώ, περικόπτω, αποσύρω, υπαναχωρώ., μειώνω, αντίλογος, κονταίνω, εξαλείφω, κλαδεύω, εκτινάσσω, κάνω οικονομίες, περικόψουν τις, περικόψουν, retrench
Traductions: διαγράφω, ανταπαντώ, αφαίρεση, αποκλείω, κοπάζω, εκτοξεύω, υπαναχωρώ, περικόπτω, αποσύρω, υπαναχωρώ., μειώνω, αντίλογος, κονταίνω, εξαλείφω, κλαδεύω, εκτινάσσω, κάνω οικονομίες, περικόψουν τις, περικόψουν, retrench