Rigole en grec
Traduction: rigole, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διοχετεύω, ρείθρο, χαντάκι, στραγγίζω, ρεματιά, κανάλι, οχετός, υδρορροή, υδρορροής, μορφή υδρορροής, με μορφή υδρορροής, υδρορρόης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rigole
bebe qui rigole, bebe rigole, bébé qui rigole, bébé rigole, je rigole, rigole dictionnaire de langue grec, rigole en grec
Traductions
- rigidité en grec - ψυχρότητα, δυσκαμψία, πνίγω, αυστηρότητα, σκληρότητα, ακαμψία, ακαμψίας, ...
- rigolade en grec - κέφι, διασκέδαση, πλάκα, αστείο, σκέρτσο, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, ...
- rigoler en grec - πραγματάκι, παριστάνω, έργο, κατσικάκι, παίζω, πιτσιρίκος, παιδί, ...
- rigolo en grec - περίεργος, περίγελος, καραμπίνα, όπλο, ευδιάθετος, αστείος, γελοίος, ...
Mots aléatoires
Rigole en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διοχετεύω, ρείθρο, χαντάκι, στραγγίζω, ρεματιά, κανάλι, οχετός, υδρορροή, υδρορροής, μορφή υδρορροής, με μορφή υδρορροής, υδρορρόης
Traductions: διοχετεύω, ρείθρο, χαντάκι, στραγγίζω, ρεματιά, κανάλι, οχετός, υδρορροή, υδρορροής, μορφή υδρορροής, με μορφή υδρορροής, υδρορρόης