S'étaler en grec
Traduction: s'étaler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απλωσιά, απλώνομαι, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): s'étaler
s'étaler avec orgueil, s'étaler conjugaison, s'étaler dans le temps, s'étaler dans son lit après une dure journée, s'étaler de tout son long, s'étaler dictionnaire de langue grec, s'étaler en grec
Traductions
- s'éparpiller en grec - διασκορπίζω, διασκορπίζομαι, σκορπίζω, διασπείρω, διασποράς, σκέδασης, διασπορά, ...
- s'établir en grec - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- s'étend en grec - εκτείνεται, επεκτείνεται, επεκτείνει, παρατείνει, διευρύνει
- s'étendre en grec - διευρύνω, διαστέλλω, φουσκώνω, εμβέλεια, εκτείνω, διακυμαίνομαι, εκτείνομαι, ...
Mots aléatoires
S'étaler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απλωσιά, απλώνομαι, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Traductions: απλωσιά, απλώνομαι, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής