S'accélérer en grec
Traduction: s'accélérer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): s'accélérer
accélérer galaxy s, accélérer samsung galaxy s, accélérer xperia arc s, conjuguer s'accélérer, s'accélérer conju, s'accélérer dictionnaire de langue grec, s'accélérer en grec
Traductions
- s'accroître en grec - αυξάνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
- s'accumuler en grec - συσσωρεύω, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- s'adapter en grec - διασκευάζω, προσαρμόζω, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
- s'adoucir en grec - μαλακώνω, ώριμος, ώριμο, ώριμη, γλυκόπιοτο, απαλή
Mots aléatoires
S'accélérer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Traductions: επιταχύνω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την