S'enrôler en grec
Traduction: s'enrôler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατατάσσομαι, εντάσσω, εξασφαλίζω, επιστρατεύσει, στρατολογήσει, να επιστρατεύσει, καταταγούν, απευθύνεται σε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): s'enrôler
s enrôler dans la réserve, s'enrouler synonyme, s'enrôler dans l'armée, s'enrôler dans l'armée canadienne, s'enrôler dans l'armée definition, s'enrôler dictionnaire de langue grec, s'enrôler en grec
Traductions
- s'enquérir en grec - ερευνώ, ερωτώ, ενημερωθείτε, ρωτήσετε, ζητήσετε, ερευνήσει, διερευνά
- s'enraciner en grec - ρίζα, ρίζας, root, ριζικό, ριζών
- s'ensuivre en grec - επακολουθώ, προκύπτω, ακολουθώ, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ...
- s'entartrer en grec - κλίμακας, λέπι, κλίμακα, κλιμάκωση, αποθέσεων αλάτων, εναποθέσεις αλάτων, υπολείμματα αλάτων, ...
Mots aléatoires
S'enrôler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατατάσσομαι, εντάσσω, εξασφαλίζω, επιστρατεύσει, στρατολογήσει, να επιστρατεύσει, καταταγούν, απευθύνεται σε
Traductions: κατατάσσομαι, εντάσσω, εξασφαλίζω, επιστρατεύσει, στρατολογήσει, να επιστρατεύσει, καταταγούν, απευθύνεται σε