Sécréter en grec
Traduction: sécréter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άφεση, εκπυρσοκρότηση, εκροή, απολύω, διαχωρίζω, απορρέω, εκκρίνω, απομονώνω, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sécréter
scruter en anglais, sécréter antonymes, sécréter conjugaison, sécréter de l'ocytocine, sécréter de la sérotonine, sécréter dictionnaire de langue grec, sécréter en grec
Traductions
- séchées en grec - αποξηραμένα, ξηρά, ξηραίνεται, ξηράνθηκαν, ξηραίνονται
- séchés en grec - αποξηραμένα, ξηρά, ξηραίνεται, ξηράνθηκαν, ξηραίνονται
- sécrétion en grec - έκκριση, έκκρισης, την έκκριση, εκκρίσεως, της έκκρισης
- sécrétoire en grec - εκκριτικός, εκκριτική, εκκριτικό, εκκρίσεως, εκκριτικού
Mots aléatoires
Sécréter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άφεση, εκπυρσοκρότηση, εκροή, απολύω, διαχωρίζω, απορρέω, εκκρίνω, απομονώνω, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει
Traductions: άφεση, εκπυρσοκρότηση, εκροή, απολύω, διαχωρίζω, απορρέω, εκκρίνω, απομονώνω, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει