Saillant en grec
Traduction: saillant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διακεκριμένος, ευδιάκριτος, προφέρω, εξαιρετικός, διαπρεπής, προεξέχοντα, προεξέχουν, προεξέχει, που προεξέχουν, προεξέχον
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): saillant
angle saillant, définition saillant, gerard saillant, gérard saillant, le saillant, saillant dictionnaire de langue grec, saillant en grec
Traductions
- saignées en grec - αιματοχυσία, αφαίμαξη, αιματοκύλισμα, την αιματοχυσία, αφαιμάξεις
- saignés en grec - αφαίμαξη, αφαιμάχθηκαν, αφαιμάσσονται, σε αφαίμαξη, αιμοληψία
- saillie en grec - πηδώ, αναπηδώ, σκέρτσο, πνεύμα, εκτινάσσομαι, αστείο, δεμένος, ...
- saillir en grec - δικαιολογώ, εφεδρικός, παρακρατώ, πρόγραμμα, σχέδιο, δικαιώνω, προβάλλω, ...
Mots aléatoires
Saillant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διακεκριμένος, ευδιάκριτος, προφέρω, εξαιρετικός, διαπρεπής, προεξέχοντα, προεξέχουν, προεξέχει, που προεξέχουν, προεξέχον
Traductions: διακεκριμένος, ευδιάκριτος, προφέρω, εξαιρετικός, διαπρεπής, προεξέχοντα, προεξέχουν, προεξέχει, που προεξέχουν, προεξέχον