Salé en grec
Traduction: salé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λασπωμένος, απαίσιος, εννοώ, αισχρός, ιλυώδης, περιφρονητέος, σημαίνω, ακατάστατος, ατημέλητος, λερωμένος, απεριποίητος, βρόμικος, παραδόπιστος, ανέντιμος, ασελγής, τσαπατσούλης, βρώμικος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): salé
cake, cake sale, cake salé, car for sale, caramel beurre sale, salé dictionnaire de langue grec, salé en grec
Traductions
- salarié en grec - μισθοφόρος, μισθοφορικός, έμμισθος, μισθωτός, μισθωτής, μισθωτοί, έμμισθης
- salaud en grec - τσαπατσούλης, λερωμένος, μπερμπάντης, βρώμικος, απεριποίητος, παλιάνθρωπος, βρόμικος, ...
- salement en grec - δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, dirtily
- saler en grec - αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Mots aléatoires
Salé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λασπωμένος, απαίσιος, εννοώ, αισχρός, ιλυώδης, περιφρονητέος, σημαίνω, ακατάστατος, ατημέλητος, λερωμένος, απεριποίητος, βρόμικος, παραδόπιστος, ανέντιμος, ασελγής, τσαπατσούλης, βρώμικος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Traductions: λασπωμένος, απαίσιος, εννοώ, αισχρός, ιλυώδης, περιφρονητέος, σημαίνω, ακατάστατος, ατημέλητος, λερωμένος, απεριποίητος, βρόμικος, παραδόπιστος, ανέντιμος, ασελγής, τσαπατσούλης, βρώμικος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες