Saturer en grec
Traduction: saturer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χορταίνω, μουσκεύω, ικανοποιώ, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): saturer
saturer antonymes, saturer bande passante, saturer du bois, saturer définition, saturer en anglais, saturer dictionnaire de langue grec, saturer en grec
Traductions
- sature en grec - κορεσμένα, κορεσμένων, κεκορεσμένα, κεκορεσμένων, κεκορεσμένα λιπαρά
- saturent en grec - μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
- saturez en grec - μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
- saturons en grec - μουσκεύω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Mots aléatoires
Saturer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χορταίνω, μουσκεύω, ικανοποιώ, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Traductions: χορταίνω, μουσκεύω, ικανοποιώ, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν