Scruté en grec
Traduction: scruté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σαρώσεις, τομογραφίες, σαρώνει, σαρώσεων, ανιχνεύσεις
Autres langues
Mots associés / Définition (def): scruté
scrut'auto, scrute antonymes, scrute courroux, scrute grammaire, scrute le fond des mers, scruté dictionnaire de langue grec, scruté en grec
Traductions
- scrutant en grec - εμβάθυνση, ανταλλαγής κίνησης, ομοτιμίας, ανταλλαγή κίνησης, κρυφοκοιτάζει, ξεπετάγεται
- scrutateur en grec - κερδοσκοπικός, αδιάκριτος, εικαστικός, θεωρητικός, υποθετικός, διαλογέας, εφόρου, ...
- scrutent en grec - καθετήρας, εξερευνώ, εξετάζω, σάρωση, σάρωσης, σαρώσεως, ανίχνευση, ...
- scruter en grec - ερευνώ, σπουδές, καθετήρας, γραφείο, σπουδάζω, εξερευνώ, μελέτη, ...
Mots aléatoires
Scruté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σαρώσεις, τομογραφίες, σαρώνει, σαρώσεων, ανιχνεύσεις
Traductions: σαρώσεις, τομογραφίες, σαρώνει, σαρώσεων, ανιχνεύσεις