Sec en grec
Traduction: sec, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μπαγιάτικος, καυτερός, φλογισμένος, ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sec
5 à sec, abricot sec, adele, adele blanc sec, cheveux sec, sec dictionnaire de langue grec, sec en grec
Traductions
- se en grec - ντύνομαι, κατατάσσομαι, ενώνω, συνενώνω, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, πάρκο, ...
- seau en grec - κουβάς, σέσουλα, κάδος, κουβά, κάδο, κάδου
- second en grec - δευτερόλεπτο, άλλος, δεύτερον, τελευταίος, δεύτερος, δεύτερο, δεύτερη, ...
- secondaire en grec - ασήμαντος, παράγωγος, βοηθητικός, υποβοηθητικός, συνεργός, ελάσσων, θυγατρική, ...
Mots aléatoires
Sec en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μπαγιάτικος, καυτερός, φλογισμένος, ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Traductions: μπαγιάτικος, καυτερός, φλογισμένος, ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή